ἐκάθευδεν

ἐκάθευδεν
κατά-καθεύδω
lie down to sleep
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμπήνη — λαμπήνη, ἡ (Α) 1. είδος σκεπασμένης άμαξας («καὶ Σαοὺλ ἐκάθευδεν ἐν λαμπήνη», ΠΔ) 2. λαμπάδα 3. ευνοϊκή ένδειξη από πλανήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμπ ήνη εμφανίζει επίθημα ηνᾱ (πρβλ. απ ήνη, καπ ᾱνη), ενώ η σύνδεση τού θ. λαμπ με το λάμπω παραμένει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”